- θεραπεύοντας
- θεραπεύωto be an attendantpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμμηναγωγός — ό (για φάρμακο) αυτός που προκαλεί την εμφάνιση τής έμμηνης ρύσης θεραπεύοντας τα αίτια που τήν παρεμποδίζουν … Dictionary of Greek
θαύμα — Εκδήλωση υπερφυσικής προέλευσης, ορατή και συνεπώς αντιληπτή από τις αισθήσεις, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με όλη της τη μυστηριώδη δύναμη. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «κάθετι που προκαλεί θαυμασμό». Σύμφωνα με τη δογματική της Ανατ.… … Dictionary of Greek